- προνοητῇ
- προνοητήςsupervisormasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπροβλεπτής — ο (επί Ενετοκρατίας στα Εφτάνησα) αυτός που αναπληρώνει τον προβλεπτή ή προνοητή … Dictionary of Greek
προνοησία — ἡ, Α [προνοητής] 1. η πρόνοια 2. το αξίωμα τού προνοητή, δηλαδή τού κυβερνήτη, τού διοικητή … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
Δελλαδέτσιμας — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς, φραγκοκρητικής καταγωγής. 1. Άγγελος (1628 – 1687). Στρατιωτικός. Πολέμησε στην Κρήτη το 1650 και αργότερα στη Λευκάδα, στην Πρέβεζα και στην Ακαρνανία. Ο Moροζίνι τον διόρισε φρούραρχο Βάλτου και Ξηρομέρου και … Dictionary of Greek